Greek Meaning of straightforward

απλός

Other Greek words related to απλός

Definitions and Meaning of straightforward in English

Wordnet

straightforward (s)

free from ambiguity

without evasion or compromise

without concealment or deception; honest

pointed directly ahead

FAQs About the word straightforward

απλός

free from ambiguity, without evasion or compromise, without concealment or deception; honest, pointed directly ahead

ειλικρινής,άμεσο,ειλικρινής,ειλικρινής,απλός,ίσιος,αμβλύς,σοβαρός,ειλικρινής,ειλικρινής

ελικοειδής,ευγενικός,έμμεσος,ευγενικός,υπερβολικά ομιλητικός,συγκρατημένος,κυκλικός κόμβος,Ευγενικός,φλύαρος,μακροσκελής

straight-fluted drill => Ελικοειδές τρυπάνι με ευθείες αύλακες, straightener => ισιωτική μαλλιών, straighten up => ισιώστε, straighten out => ισιώσει, straighten => ευθυγραμμίζω (efθiɡraˈmizɔ),