Greek Meaning of straightjacket
πουκάμισο δυνάμεως
Other Greek words related to πουκάμισο δυνάμεως
- αλυσίδα
- γιακάς
- εγκλεισμός
- χειροπέδες
- παγίδα
- Συγκρότημα
- δέσιμο
- ομόλογο
- Βραχιόλι
- αιχμαλωσία
- περιορισμός
- Πεζοδρόμιο
- δουλεία
- δεσμός
- εμπόδιο
- φυλάκιση
- φυλάκιση
- σίδερα
- σύνδεσμος
- δίχτυ
- συγκράτηση
- περιορισμός
- δεσμός
- μανσέτες
- δεσμά
- Εμπλοκή
- Λαγκάς
- κρατώ
- κρατήστε πατημένο
- κατοχή
- εγκλεισμός
- χειροπέδες (pl.)
- γραβάτα
- δίχτυ
Nearest Words of straightjacket
- straight-grained => ευθυγράμμιση
- straight-from-the-shoulder => άμεσος
- straightforwardness => ευθύτητα
- straightforwardly => ευθέως
- straightforward => απλός
- straight-fluted drill => Ελικοειδές τρυπάνι με ευθείες αύλακες
- straightener => ισιωτική μαλλιών
- straighten up => ισιώστε
- straighten out => ισιώσει
- straighten => ευθυγραμμίζω (efθiɡraˈmizɔ)
- straightlaced => Συντηρητικός
- straight-laced => συντηρητικός
- straight-legged => ευθύγραμμος
- straight-line method => μέθοδος ευθείας γραμμής
- straight-line method of depreciation => Μέθοδος γραμμικής απόσβεσης.
- straightness => ευθύτητα
- straight-out => κατευθείαν
- straightway => αμέσως
- strain => καταπόνηση
- strain gage => Τενσιόμετρο
Definitions and Meaning of straightjacket in English
straightjacket (n)
a garment similar to a jacket that is used to bind the arms tightly against the body as a means of restraining a violent person
FAQs About the word straightjacket
πουκάμισο δυνάμεως
a garment similar to a jacket that is used to bind the arms tightly against the body as a means of restraining a violent person
αλυσίδα,γιακάς,εγκλεισμός,χειροπέδες,παγίδα,Συγκρότημα,δέσιμο,ομόλογο,Βραχιόλι,αιχμαλωσία
No antonyms found.
straight-grained => ευθυγράμμιση, straight-from-the-shoulder => άμεσος, straightforwardness => ευθύτητα, straightforwardly => ευθέως, straightforward => απλός,