Greek Meaning of bracelet
Βραχιόλι
Other Greek words related to Βραχιόλι
- αλυσίδα
- χειροπέδες
- Συγκρότημα
- δέσιμο
- ομόλογο
- γιακάς
- εγκλεισμός
- μανσέτες
- σίδερα
- σύνδεσμος
- δεσμός
- γραβάτα
- αιχμαλωσία
- περιορισμός
- Πεζοδρόμιο
- δεσμά
- δουλεία
- Εμπλοκή
- δεσμός
- εμπόδιο
- κατοχή
- εγκλεισμός
- φυλάκιση
- φυλάκιση
- χειροπέδες (pl.)
- δίχτυ
- συγκράτηση
- περιορισμός
- πουκάμισο δυνάμεως
- Σταθερή ζακέτα
- δίχτυ
- παγίδα
Nearest Words of bracelet
Definitions and Meaning of bracelet in English
bracelet (n)
a band of cloth or leather or metal links attached to a wristwatch and wrapped around the wrist
jewelry worn around the wrist for decoration
bracelet (n.)
An ornamental band or ring, for the wrist or the arm; in modern times, an ornament encircling the wrist, worn by women or girls.
A piece of defensive armor for the arm.
FAQs About the word bracelet
Βραχιόλι
a band of cloth or leather or metal links attached to a wristwatch and wrapped around the wrist, jewelry worn around the wrist for decorationAn ornamental band
αλυσίδα,χειροπέδες,Συγκρότημα,δέσιμο,ομόλογο,γιακάς,εγκλεισμός,μανσέτες,σίδερα,σύνδεσμος
No antonyms found.
braced => ενισχυμένος, brace wrench => Κλειδί με μοχλό, brace up => ετοιμάσου, brace oneself for => ετοιμάζομαι για, brace and bit => δράπανο,