Greek Meaning of straightlaced
Συντηρητικός
Other Greek words related to Συντηρητικός
Nearest Words of straightlaced
- straightjacket => πουκάμισο δυνάμεως
- straight-grained => ευθυγράμμιση
- straight-from-the-shoulder => άμεσος
- straightforwardness => ευθύτητα
- straightforwardly => ευθέως
- straightforward => απλός
- straight-fluted drill => Ελικοειδές τρυπάνι με ευθείες αύλακες
- straightener => ισιωτική μαλλιών
- straighten up => ισιώστε
- straighten out => ισιώσει
- straight-laced => συντηρητικός
- straight-legged => ευθύγραμμος
- straight-line method => μέθοδος ευθείας γραμμής
- straight-line method of depreciation => Μέθοδος γραμμικής απόσβεσης.
- straightness => ευθύτητα
- straight-out => κατευθείαν
- straightway => αμέσως
- strain => καταπόνηση
- strain gage => Τενσιόμετρο
- strain gauge => tensiometer
Definitions and Meaning of straightlaced in English
straightlaced (s)
exaggeratedly proper
FAQs About the word straightlaced
Συντηρητικός
exaggeratedly proper
σφιγμένος,Πουριτανικός,πουριτανικός,βικτοριανός,πουριτανικός,αξιοπρεπής,ειλικρινής,Ωραία Νέλι,μωροφιλόδοξος,σοβαρός
κακός,ανήθικος,ακατάλληλος,απρεπής,χαλαρός,απελευθερωμένος,χαλαρός,επιτρεπτικό,κακός,διεφθαρμένος
straightjacket => πουκάμισο δυνάμεως, straight-grained => ευθυγράμμιση, straight-from-the-shoulder => άμεσος, straightforwardness => ευθύτητα, straightforwardly => ευθέως,