Greek Meaning of free-spoken
ειλικρινής
Other Greek words related to ειλικρινής
- ειλικρινής
- ειλικρινής
- ειλικρινά
- αμβλύς
- άμεσο
- σοβαρός
- επερχόμενο
- ειλικρινής
- ειλικρινής
- γενναιόδωρος
- ανοιχτό
- ειλικρινής
- απλός
- ειλικρινής
- ίσιος
- απλός
- ανεπηρέαστος
- απροστάτευτος
- Ανέκφραστος
- φωνητικός
- εκ των προτέρων
- ξαφνικός
- ατέχναστος
- μπλόφα
- απότομος
- απότομος
- τραγανός
- σύντομος
- τετράγωνο
- βαρύς
- αθώος, ανυποψίαστος, ανυποψίαστος
- αναιδής
- αγενής
- αναίσθητος
- αφελής
- αθώος
- αφελης
- φυσικός
- εξωστρεφής
- πραγματικός
- Αγενής
- κοφτερός
- ειλικρινής
- Αδιάκριτος
- απρόσεκτος
- άξεστος
- αθώος
- αδιπλωμάτιστος
- αγενής
- απελευθερωμένος
- αγενής
- μετριόφρων
- ανεπιτήδευτος
- ανεξέλεγκτος
- άκαμπτος
- θορυβώδης
- αφελή
- μπροστά
Nearest Words of free-spoken
- freestanding => ελεύθερος
- freestone => ψαμμίτης
- freestyle => Ελεύθερο στυλ
- free-swimming => ελεύθερο κολύμπι
- freetail => Ελεύθερη ουρά
- freetailed bat => Ελεύθερη ουρά νυχτερίδα
- free-tailed bat => Ελεύθερης ουράς νυχτερίδα
- freethinker => ελεύθερος στοχαστής
- freethinking => ελευθεροφροσύνη
- free-thinking => ελεύθερος στοχαστής
Definitions and Meaning of free-spoken in English
free-spoken (s)
characterized by directness in manner or speech; without subtlety or evasion
free-spoken (a.)
Accustomed to speak without reserve.
FAQs About the word free-spoken
ειλικρινής
characterized by directness in manner or speech; without subtlety or evasionAccustomed to speak without reserve.
ειλικρινής,ειλικρινής,ειλικρινά,αμβλύς,άμεσο,σοβαρός,επερχόμενο,ειλικρινής,ειλικρινής,γενναιόδωρος
ασαφής,διπλωματικός,αμφίβολος,αόριστος,ανασταλμένος,λακωνικός,ήσυχος,κρατημένος,συγκρατημένος,συγκρατημένος
free-soil => ελεύθερο έδαφος, freesia => φρέζια, free-reed instrument => Ελεύθερης γλώσσας όργανο, free-reed => Ελεύθερη γλώσσα, free-range => ελεύθερης βοσκής,