Greek Meaning of free-spoken

ειλικρινής

Other Greek words related to ειλικρινής

Definitions and Meaning of free-spoken in English

Wordnet

free-spoken (s)

characterized by directness in manner or speech; without subtlety or evasion

Webster

free-spoken (a.)

Accustomed to speak without reserve.

FAQs About the word free-spoken

ειλικρινής

characterized by directness in manner or speech; without subtlety or evasionAccustomed to speak without reserve.

ειλικρινής,ειλικρινής,ειλικρινά,αμβλύς,άμεσο,σοβαρός,επερχόμενο,ειλικρινής,ειλικρινής,γενναιόδωρος

ασαφής,διπλωματικός,αμφίβολος,αόριστος,ανασταλμένος,λακωνικός,ήσυχος,κρατημένος,συγκρατημένος,συγκρατημένος

free-soil => ελεύθερο έδαφος, freesia => φρέζια, free-reed instrument => Ελεύθερης γλώσσας όργανο, free-reed => Ελεύθερη γλώσσα, free-range => ελεύθερης βοσκής,