Greek Meaning of unaffected
ανεπηρέαστος
Other Greek words related to ανεπηρέαστος
- γνήσιος
- ειλικρινής
- αθώος
- αφελης
- απλός
- ΑΛΗΘΙΝΟΣ
- ατέχναστος
- ειλικρινής
- παιδαριώδης
- αθώος, ανυποψίαστος, ανυποψίαστος
- άπειρος
- αφελής
- φυσικός
- πραγματικός
- ειλικρινής
- αυθόρμητος
- απλός
- μετριόφρων
- ανεπιτήδευτος
- Αγέλαστος
- αμελέτητος
- αφελή
- ειλικρινής
- δακρυόβρεκτος
- άμεσο
- ειλικρινής
- δωρεάν
- ειλικρινής
- Εύπιστος
- επηρεάσιμος, -η, -ο
- λειαντός
- ανοιχτό
- ειλικρινής
- πειστικός
- πειστικός
- απλός
- ειλικρινής
- αποφασισμένος
- ίσιος
- ευαίσθητος
- εμπιστευώμενος
- εμπιστευτικός
- αυθόρμητο
- απροστάτευτος
- απρόσεκτος
- εξωκοσμικός
- με διάπλατα μάτια
- εκμεταλλεύσιμος
- Πω πω
- απλοϊκός
- πληγμένος
- επινοητικός
- τεχνητός
- υποθέτοντας
- κριτική
- κυνικός
- ανέντιμος
- ψεύτικος
- επιτηδευμένος
- σκεπτικός
- ύποπτος
- επιφυλακτικός
- ΨΕΥΔΕΣ
- πολιτισμένος
- κοσμοπολίτης
- στρεβλός
- Καλλιεργούμενος
- μορφωμένος
- Δολερός
- Παραπλανητικός
- προσποιούμενος
- Δολερός
- Ανανδρος
- χειριστικός
- καχύποπτος
- ψεύτικος
- ψεύτικη
- γυαλισμένο
- εκλεπτυσμένος
- κοφτερός
- λείο
- εκλεπτυσμένος
- λεπτός
- κοσμικός
- υποκριτής
- Τόξο
- υπολογίζοντας
- πονηρός
- πονηρός
- πονηρός
- σχεδιάζοντας
- ύπουλος
- Διπλωματία
- προσποιημένος
- κολακευτικός
- εξαναγκαστικός
- πονηρός
- απατεώνας
- Σχεδιαστής
- Ύπουλος
- πονηρός
- ολισθηρός
- Ολισθηρός
- πανούργος
- τεταμένος
- κολακευτικός
- δύσκολος
- Δίπρόσωπος
- λιπαρός
- Δόλιος.
- πονηρός
- Έμπειρος
Nearest Words of unaffected
Definitions and Meaning of unaffected in English
unaffected (a)
undergoing no change when acted upon
emotionally unmoved
free of artificiality; sincere and genuine
unaffected (s)
unaware of or indifferent to
unaffected (a.)
Not affected or moved; destitute of affection or emotion; uninfluenced.
Free from affectation; plain; simple; natural; real; sincere; genuine; as, unaffected sorrow.
FAQs About the word unaffected
ανεπηρέαστος
undergoing no change when acted upon, unaware of or indifferent to, emotionally unmoved, free of artificiality; sincere and genuineNot affected or moved; destit
γνήσιος,ειλικρινής,αθώος,αφελης,απλός,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,ατέχναστος,ειλικρινής,παιδαριώδης,αθώος, ανυποψίαστος, ανυποψίαστος
πληγμένος,επινοητικός,τεχνητός,υποθέτοντας,κριτική,κυνικός,ανέντιμος,ψεύτικος,επιτηδευμένος,σκεπτικός
unaesthetic => αντιαισθητικός, unaerated => μη αεριζόμενος, unadvisedly => απερίσκεπτα, unadvised => μη συνιστάται, unadvisable => δεν συνίσταται,