Greek Meaning of unstudied
αμελέτητος
Other Greek words related to αμελέτητος
- αυτοσχέδιος
- αυτοσχεδιασμένος
- αυτοσχέδιος
- απρόσεκτος
- εφήμερος
- αυτοσχεδιαστικός
- αυτοσχέδιος
- αυτοσχέδιος
- ανεπίσημος
- αυτοσχέδιο
- πρόχειρα
- επιπόλαιος
- Κλικ
- αυθόρμητος
- παρορμητικός
- μη εξουσιοδοτημένος
- απρογραμμάτιστος
- μη προμελετημένο
- απροετοίμαστος
- αναπάντεχος
- αυτοσχεδιάζω
- αυτόματος
- ανεπίσημος
- Κλίση
- βρώμικο και ανήθικο
- παρορμητικός
- ενστικτώδης
- ακούσιος
- αυτοσχέδιο
Nearest Words of unstudied
Definitions and Meaning of unstudied in English
unstudied (a)
not by design or artifice; unforced and impromptu
unstudied (s)
lacking knowledge gained by study often in a particular field
unstudied (a.)
Not studied; not acquired by study; unlabored; natural.
Not skilled; unversed; -- followed by in.
Not spent in study.
FAQs About the word unstudied
αμελέτητος
not by design or artifice; unforced and impromptu, lacking knowledge gained by study often in a particular fieldNot studied; not acquired by study; unlabored; n
αυτοσχέδιος,αυτοσχεδιασμένος,αυτοσχέδιος,απρόσεκτος,εφήμερος,αυτοσχεδιαστικός,αυτοσχέδιος,αυτοσχέδιος,ανεπίσημος,αυτοσχέδιο
θεωρούμενος,προγραμματισμένη,προμελετημένο,προετοιμασμένος,προβλεπόμενος,εσκεμμένος,σκοπούμενος,εκούσιος,προσχεδιασμένος
unstuck => ξεκόλλησε, unstrung => Αλυσίδες, unstructured => ασύντακτος, unstriped => αραβδωτός, unstring => χαλαρώνω,