Greek Meaning of rehearsed

προβλεπόμενος

Other Greek words related to προβλεπόμενος

Definitions and Meaning of rehearsed in English

Webster

rehearsed (imp. & p. p.)

of Rehearse

FAQs About the word rehearsed

προβλεπόμενος

of Rehearse

προγραμματισμένη,προμελετημένο,προετοιμασμένος,θεωρούμενος,σκοπούμενος,προσχεδιασμένος,εσκεμμένος,εκούσιος

εφήμερος,αυτοσχεδιαστικός,αυτοσχέδιος,αυτοσχέδιος,αυτοσχέδιος,αυτοσχεδιασμένος,αυτοσχέδιος,πρόχειρα,Κλικ,παρορμητικός

rehearse => πρόβα, rehearsal => πρόβα, rehearing => επανεξέταση, rehear => ξανακούω, rehash => επανάληψη,