FAQs About the word rehearser

δοκιμαστής

One who rehearses.

Πρακτική,εξάσκηση,άσκηση,Επαναλάβετε,Άσκηση,τέλειο,βαθμός (για),προετοιμάζω (για),εκλεπτύνω,κριτική

γενικεύω

rehearsed => προβλεπόμενος, rehearse => πρόβα, rehearsal => πρόβα, rehearing => επανεξέταση, rehear => ξανακούω,