Greek Meaning of spur-of-the-moment

παρορμητικός

Other Greek words related to παρορμητικός

Definitions and Meaning of spur-of-the-moment in English

Wordnet

spur-of-the-moment (s)

in response to an unforeseen need

FAQs About the word spur-of-the-moment

παρορμητικός

in response to an unforeseen need

αυτοσχέδιος,αυτοσχεδιασμένος,αυτοσχέδιος,εφήμερος,αυτοσχεδιαστικός,αυτοσχέδιος,αυτοσχέδιος,ανεπίσημος,αυτοσχέδιο,πρόχειρα

προγραμματισμένη,προμελετημένο,προετοιμασμένος,προβλεπόμενος,θεωρούμενος,εσκεμμένος,σκοπούμενος,εκούσιος,προσχεδιασμένος

spurner => περιφρονητής, spurned => περιφρονημένος, spurn => περιφρονώ, spuriousness => Ανεπάρκεια, spuriously => ψευδώς,