Greek Meaning of ill-advised

ανοησία

Other Greek words related to ανοησία

Definitions and Meaning of ill-advised in English

Wordnet

ill-advised (a)

without careful prior deliberation or counsel

FAQs About the word ill-advised

ανοησία

without careful prior deliberation or counsel

απρόσεκτος,ακατάλληλος,απερίσκεπτος,μη ενδεδειγμένο,ακατάλληλος,άσεμνος,αδιάκριτος,αφρόντιστη,Αδιάκριτος,αδιπλωμάτιστος

ενδεδειγμένο,κατάλληλος,διακριτικός,έξυπνος,συνετός,λογικός,συνετός,λογικός,ε разумный,ήχος

illacrymable => δακρυώδης, illacerable => ανεξίτηλος, illabile => αμετάβλητος, ill. => άρρωστος/-η, ill will => Κακή θέληση,