Greek Meaning of advisable

ενδεδειγμένο

Other Greek words related to ενδεδειγμένο

Definitions and Meaning of advisable in English

Wordnet

advisable (a)

worthy of being recommended or suggested; prudent or wise

Webster

advisable (a.)

Proper to be advised or to be done; expedient; prudent.

Ready to receive advice.

FAQs About the word advisable

ενδεδειγμένο

worthy of being recommended or suggested; prudent or wiseProper to be advised or to be done; expedient; prudent., Ready to receive advice.

επιθυμητός,δυνατόν,συνετός,σοφός,ευνοϊκός,επωφελής,πρόσφορος,Εφικτό,συνετός,Πολιτική

Ανέφικτο,απερίσκεπτος,μη ενδεδειγμένο,απρεπής,αφρόντιστη,ανόητος,ανέφικτο,ασύμφορος,άκαιρος,αταίριαστος

advisability => σκοπιμότητα, advil => advil, advice and consent => συμβουλή και συναίνεση, advice => συμβουλή, advertorial => διαφημιστικό δημοσίευμα,