Greek Meaning of seasonable
εποχιακός
Other Greek words related to εποχιακός
- ακατάλληλος
- ακατάλληλος
- ακατάλληλος
- άσχετος
- ανώμαλος
- ανάρμοστος
- ακατάλληλος
- άκαιρος
- καθυστερημένος
- καθυστερημένος
- παραβάτης
- νωρίς
- άσχετος
- αργά
- ληξιπρόθεσμο
- Πρόωρος
- αργός
- αργοπορημένος
- ακατάλληλος
- άτυχος
- άτυχος
- αναβληθείς
- ξαφνικός
- προσδοκώμενο
- πίσω
- καθυστερημένος
- με κάποια καθυστέρηση
- πρόωρος
- ξαφνικά
- απρόβλεπτος
- απροσδόκητος
Nearest Words of seasonable
- season ticket => Εισιτήριο διαρκείας
- season => εποχή
- seasnail => Θαλάσσιος σαλιγκάρι
- seaside scrub oak => Αιγιαλίτιδα βελανιδιά
- seaside mahoe => Ιβίσκος ακτής
- seaside goldenrod => Χρυσόβεργα θαλάσσια
- seaside daisy => χαμομήλι της παραλίας
- seaside centaury => (θαλάσσια κενταύρια) thalássia kentavría
- seaside => παραλία
- seasickness => Ναυτία
Definitions and Meaning of seasonable in English
seasonable (a)
in keeping with the season
seasonable (s)
done or happening at the appropriate or proper time
seasonable (a.)
Occurring in good time, in due season, or in proper time for the purpose; suitable to the season; opportune; timely; as, a seasonable supply of rain.
FAQs About the word seasonable
εποχιακός
in keeping with the season, done or happening at the appropriate or proper timeOccurring in good time, in due season, or in proper time for the purpose; suitabl
αναμενόμενος,κατάλληλος,κατάλληλος,κατάλληλος,κατάλληλος,έγκαιρος,κατάλληλος,αναμενόμενος,κατάλληλος,τυχερός
ακατάλληλος,ακατάλληλος,ακατάλληλος,άσχετος,ανώμαλος,ανάρμοστος,ακατάλληλος,άκαιρος,καθυστερημένος,καθυστερημένος
season ticket => Εισιτήριο διαρκείας, season => εποχή, seasnail => Θαλάσσιος σαλιγκάρι, seaside scrub oak => Αιγιαλίτιδα βελανιδιά, seaside mahoe => Ιβίσκος ακτής,