Greek Meaning of suitable

κατάλληλος

Other Greek words related to κατάλληλος

Definitions and Meaning of suitable in English

Wordnet

suitable (s)

meant or adapted for an occasion or use

worthy of being chosen especially as a spouse

FAQs About the word suitable

κατάλληλος

meant or adapted for an occasion or use, worthy of being chosen especially as a spouse

ικανός,ικανός,Ικανός,κατάλληλο,καλός,κατάλληλος,ικανός,ίδιος,έμπειρος,ειδικός

ανίκανος,άπειρος,φτωχός,ακατάλληλος,ανειδίκευτος,ανειδίκευτος,αρχή,Πράσινο,νέος,απροετοίμαστος

suitability => καταλληλότητα, suit of clothes => κοστούμι, suit of armour => πανοπλία, suit of armor => πανοπλία, suit => κοστούμι,