Greek Meaning of skillful
επιδέξιος
Other Greek words related to επιδέξιος
Nearest Words of skillful
- skilletfish => τηγανητό ψάρι
- skillet fish => Τηγανητό ψάρι στο τηγάνι
- skillet corn bread => Καλαμποκόψωμο σε τηγάνι
- skillet cake => τηγανίτα
- skillet bread => Ψωμί στο τηγάνι
- skillet => τηγάνι
- skilled workman => ειδικευμένος εργάτης
- skilled worker => εργαζόμενος ειδικευμένος
- skilled => επιδέξιος
- skill => δεξιότητα
Definitions and Meaning of skillful in English
skillful (s)
having or showing knowledge and skill and aptitude
done with delicacy and skill
skillful (a.)
Discerning; reasonable; judicious; cunning.
Possessed of, or displaying, skill; knowing and ready; expert; well-versed; able in management; as, a skillful mechanic; -- often followed by at, in, or of; as, skillful at the organ; skillful in drawing.
FAQs About the word skillful
επιδέξιος
having or showing knowledge and skill and aptitude, done with delicacy and skillDiscerning; reasonable; judicious; cunning., Possessed of, or displaying, skill;
επιδέξιος,επινοητικός,καλλιτεχνικός,λεπτός,ειδικός,αριστοτεχνικός,λείο,βιρτουόζος,ικανός,ανδρεία
ερασιτέχνης,ερασιτεχνικός,ατέχναστος,αμήχανος,αδέξιος,ακατέργαστος,αναποτελεσματικός,Αγενής,μη επαγγελματίας,άτεχνος
skilletfish => τηγανητό ψάρι, skillet fish => Τηγανητό ψάρι στο τηγάνι, skillet corn bread => Καλαμποκόψωμο σε τηγάνι, skillet cake => τηγανίτα, skillet bread => Ψωμί στο τηγάνι,