Greek Meaning of dextrous
επιδέξιος
Other Greek words related to επιδέξιος
- Ευέλικτος
- Έξυπνος
- πονηρός
- επιδέξιος
- πρακτικός
- επιδέξιος
- επιδέξιος
- ικανός
- ικανός
- ικανός
- ειδικός
- χαριτωμένος
- εύκαμπτος
- αριστοτεχνικός
- εύστροφος
- επιδέξιος
- Ικανός
- συντονισμένος
- Διπλή άρθρωση
- ευέλικτος
- επιδέξιος
- εύπλαστος
- ευλύγιστος
- ευλύγιστος
- ευλύγιστος
- χαλαρός
- αριστοτεχνικά
- κατάλληλος
- ζωηρός
- σταθεροχέρης
Nearest Words of dextrous
Definitions and Meaning of dextrous in English
dextrous (s)
skillful in physical movements; especially of the hands
dextrous (n.)
Alt. of Dextrousness
FAQs About the word dextrous
επιδέξιος
skillful in physical movements; especially of the handsAlt. of Dextrousness
Ευέλικτος,Έξυπνος,πονηρός,επιδέξιος,πρακτικός,επιδέξιος,επιδέξιος,ικανός,ικανός,ικανός
αμήχανος,αδέξιος,αδέξιος,Αδέξιος,άχαρος,άχαρος,άνχειρος,αδέξιος,άκαμπτος,Τεχνητός
dextrose => δισακχαρίτης, dextrorse => δεξιόστροφη, dextrorsal => δεξιόστροφος, dextrorotatory => δεξιόστροφη, dextrorotation => Δεξιόστροφη,