Greek Meaning of butterfingered
Παπουτσωμένος γάτος
Other Greek words related to Παπουτσωμένος γάτος
Nearest Words of butterfingered
- butter-fingered => Βούτυρο δάχτυλα
- butterfingers => βουτυρόχειρας
- butterfish => Βουτυρόψαρο
- butterflies => πεταλούδες
- butterflower => Βατράχι
- butter-flower => πικραλίδα
- butterfly => πεταλούδα
- butterfly bush => Μπουκαμβίλια
- butterfly collector => Συλλέκτης πεταλούδων
- butterfly effect => εφέ πεταλούδας
Definitions and Meaning of butterfingered in English
butterfingered (s)
lacking physical movement skills, especially with the hands
FAQs About the word butterfingered
Παπουτσωμένος γάτος
lacking physical movement skills, especially with the hands
αμήχανος,αδέξιος,αδέξιος,άκαμπτος,αδέξιος,άχαρος,αδέξιος,αδέξιος,άνχειρος,αδέξιος
επιδέξιος,επιδέξιος,επιδέξιος,ειδικός,πρακτικός,επιδέξιος,επιδέξιος,συντονισμένος,αριστοτεχνικά,σταθεροχέρης
butterfield => Μπάτερφιλντ, butterfat => βούτυρο, buttered => Βουτυρωμένος, buttercup squash => Κολοκύθα βουτύρου, buttercup family => Ranunculaceae,