Greek Meaning of butterfingered

Παπουτσωμένος γάτος

Other Greek words related to Παπουτσωμένος γάτος

Definitions and Meaning of butterfingered in English

Wordnet

butterfingered (s)

lacking physical movement skills, especially with the hands

FAQs About the word butterfingered

Παπουτσωμένος γάτος

lacking physical movement skills, especially with the hands

αμήχανος,αδέξιος,αδέξιος,άκαμπτος,αδέξιος,άχαρος,αδέξιος,αδέξιος,άνχειρος,αδέξιος

επιδέξιος,επιδέξιος,επιδέξιος,ειδικός,πρακτικός,επιδέξιος,επιδέξιος,συντονισμένος,αριστοτεχνικά,σταθεροχέρης

butterfield => Μπάτερφιλντ, butterfat => βούτυρο, buttered => Βουτυρωμένος, buttercup squash => Κολοκύθα βουτύρου, buttercup family => Ranunculaceae,