Greek Meaning of double-jointed

Διπλή άρθρωση

Other Greek words related to Διπλή άρθρωση

Definitions and Meaning of double-jointed in English

Wordnet

double-jointed (s)

having unusually flexible joints especially of the limbs or fingers

FAQs About the word double-jointed

Διπλή άρθρωση

having unusually flexible joints especially of the limbs or fingers

ικανός,ικανός,ικανός,Ικανός,ειδικός,χαλαρός,επιδέξιος,κατάλληλος,επιδέξιος,επιδέξιος

αμήχανος,Παπουτσωμένος γάτος,αδέξιος,αδέξιος,Αδέξιος,άχαρος,άχαρος,άνχειρος,αδέξιος,άκαμπτος

double-hung window => Διπλό παράθυρο με κρεμαστό φύλλο, double-hung => Διπλής κρεμάστρας, double-humped => Δικέφαλος, doublehearted => δίγλωσσος, doubleheader => διπλή κεφαλίδα,