Greek Meaning of double-milled
διπλής άλεσης
Other Greek words related to διπλής άλεσης
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of double-milled
- double-magnum => Διπλό magnum
- double-lock => κλειδαριά με δύο μάνταλα
- double-jointed => Διπλή άρθρωση
- double-hung window => Διπλό παράθυρο με κρεμαστό φύλλο
- double-hung => Διπλής κρεμάστρας
- double-humped => Δικέφαλος
- doublehearted => δίγλωσσος
- doubleheader => διπλή κεφαλίδα
- double-headed => δίκεφαλος
- double-handed => Δεξιόχειρας
- doubleminded => διστακτικός
- doubleness => διπλότητα
- double-park => παρκάρω σε διπλή σειρά
- double-prop => διπλή έλικα
- double-propeller plane => Διπλοκινητήριο αεροπλάνο
- double-quick => γρήγορα
- doubler => Αναπληρωματικός
- double-reed instrument => Διπλόγλωσσο πνευστό μουσικό όργανο
- double-ripper => διπλό ανασκαπτικό
- doubles => διπλό
Definitions and Meaning of double-milled in English
double-milled (a.)
Twice milled or fulled, to render more compact or fine; -- said of cloth; as, double-milled kerseymere.
FAQs About the word double-milled
διπλής άλεσης
Twice milled or fulled, to render more compact or fine; -- said of cloth; as, double-milled kerseymere.
No synonyms found.
No antonyms found.
double-magnum => Διπλό magnum, double-lock => κλειδαριά με δύο μάνταλα, double-jointed => Διπλή άρθρωση, double-hung window => Διπλό παράθυρο με κρεμαστό φύλλο, double-hung => Διπλής κρεμάστρας,