Greek Meaning of double-headed
δίκεφαλος
Other Greek words related to δίκεφαλος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of double-headed
- double-handed => Δεξιόχειρας
- double-glaze => Διπλά τζάμια
- double-geared => διπλού ταχυτήτων
- doubleganger => δίδυμος
- double-faced => Διπρόσωπος
- double-eyed => διπλόφθαλμος
- double-entry bookkeeping => Διπλογραφικό σύστημα
- double-entendre => διπλή έννοια
- double-ender => Διπλής όψης
- double-edged => δίκοπος
- doubleheader => διπλή κεφαλίδα
- doublehearted => δίγλωσσος
- double-humped => Δικέφαλος
- double-hung => Διπλής κρεμάστρας
- double-hung window => Διπλό παράθυρο με κρεμαστό φύλλο
- double-jointed => Διπλή άρθρωση
- double-lock => κλειδαριά με δύο μάνταλα
- double-magnum => Διπλό magnum
- double-milled => διπλής άλεσης
- doubleminded => διστακτικός
Definitions and Meaning of double-headed in English
double-headed (a.)
Having two heads; bicipital.
FAQs About the word double-headed
δίκεφαλος
Having two heads; bicipital.
No synonyms found.
No antonyms found.
double-handed => Δεξιόχειρας, double-glaze => Διπλά τζάμια, double-geared => διπλού ταχυτήτων, doubleganger => δίδυμος, double-faced => Διπρόσωπος,