Greek Meaning of double-faced
Διπρόσωπος
Other Greek words related to Διπρόσωπος
- διπλό
- ψεύτικος
- χείλος
- προσποιημένος
- πληγμένος
- τεχνητός
- υποθετικός
- ύπουλα
- πλαστό
- ανέντιμος
- Διπλωματία
- προσποιημένος
- κούφιος
- Ανανδρος
- διπρόσωπος
- μιλάω
- Αριστερόχειρας
- αλευρώδης
- μελόδραμα
- άνευ σημασίας
- μηχανικό
- ψεύτικος
- ψεύτικη
- ευσεβής
- τεταμένος
- επιφανειακός
- Δίπρόσωπος
- λιπαρός
- αφύσικος
- ΨΕΥΔΕΣ
- μαλακίες
- ψεύτικος-μαϊμού
- ψεύτικος
- κεκλιμένος
- ανοησίες
- προσχηματικός
- Δολερός
- ύπουλος
- άδειος
- ειρωνικός
- εύκολος
- εξαναγκαστικός
- εύγλωττος
- αστείος, ειρωνικός
- φαρισαϊκός
- βάζω
- υποκριτής
- απάτη
- εξομοιωμένο
- ειρωνικός
- ψευδής
- Πεκνιφιανός
Nearest Words of double-faced
- doubleganger => δίδυμος
- double-geared => διπλού ταχυτήτων
- double-glaze => Διπλά τζάμια
- double-handed => Δεξιόχειρας
- double-headed => δίκεφαλος
- doubleheader => διπλή κεφαλίδα
- doublehearted => δίγλωσσος
- double-humped => Δικέφαλος
- double-hung => Διπλής κρεμάστρας
- double-hung window => Διπλό παράθυρο με κρεμαστό φύλλο
Definitions and Meaning of double-faced in English
double-faced (s)
(of fabrics) having faces on both sides
marked by deliberate deceptiveness especially by pretending one set of feelings and acting under the influence of another
double-faced (a.)
Having two faces designed for use; as, a double-faced hammer.
Deceitful; hypocritical; treacherous.
FAQs About the word double-faced
Διπρόσωπος
(of fabrics) having faces on both sides, marked by deliberate deceptiveness especially by pretending one set of feelings and acting under the influence of anoth
διπλό,ψεύτικος,χείλος,προσποιημένος,πληγμένος,τεχνητός,υποθετικός,ύπουλα,πλαστό,ανέντιμος
ατέχναστος,ειλικρινής,γνήσιος,εγκάρδιος,ειλικρινής,ειλικρινής,ειλικρινής,άμεσο,ειλικρινής,ειλικρινής
double-eyed => διπλόφθαλμος, double-entry bookkeeping => Διπλογραφικό σύστημα, double-entendre => διπλή έννοια, double-ender => Διπλής όψης, double-edged => δίκοπος,