Greek Meaning of canting
κεκλιμένος
Other Greek words related to κεκλιμένος
- ύπουλα
- προσχηματικός
- διπλό
- Διπλωματία
- προσποιημένος
- κούφιος
- Ανανδρος
- μιλάω
- χείλος
- μηχανικό
- ηθικολογικός
- φαρισαϊκός
- ψεύτικος
- ευσεβής
- υποκριτής
- Αυτοδικαιωμαικός
- γνήσιος
- λιπαρός
- αφύσικος
- πληγμένος
- τεχνητός
- υποθετικός
- ανοησίες
- πλαστό
- Δολερός
- ύπουλος
- ανέντιμος
- Διπρόσωπος
- εύκολος
- ψεύτικος
- εξαναγκαστικός
- εύγλωττος
- καλός
- καθωφόρος
- διπρόσωπος
- Αριστερόχειρας
- αλευρώδης
- μελόδραμα
- άνευ σημασίας
- ψεύτικη
- προσποιημένος
- βάζω
- εξομοιωμένο
- τεταμένος
- επιφανειακός
- Δίπρόσωπος
- ψευδής
- Πεκνιφιανός
- μαλακίες
- ψεύτικος-μαϊμού
- ευθύς
- ψεύτικος
- κατασκήνωση
- άδειος
- ειρωνικός
- αστείος, ειρωνικός
- απάτη
- ειρωνικός
- ΨΕΥΔΕΣ
Nearest Words of canting
Definitions and Meaning of canting in English
canting (p. pr. & vb. n.)
of Cant
canting (a.)
Speaking in a whining tone of voice; using technical or religious terms affectedly; affectedly pious; as, a canting rogue; a canting tone.
canting (n.)
The use of cant; hypocrisy.
FAQs About the word canting
κεκλιμένος
of Cant, Speaking in a whining tone of voice; using technical or religious terms affectedly; affectedly pious; as, a canting rogue; a canting tone., The use of
ύπουλα,προσχηματικός,διπλό,Διπλωματία,προσποιημένος,κούφιος,Ανανδρος,μιλάω,χείλος,μηχανικό
ατέχναστος,ειλικρινής,άμεσο,γνήσιος,εγκάρδιος,ειλικρινής,απλός,ειλικρινής,ειλικρινής,ειλικρινής
cantine => καντίνα, cantillation => καντιλατίο, cantillate => καнтиλένα, cantilever bridge => Άνωθεν κρεμαστή γέφυρα, cantilever => Κονσόλα,