Greek Meaning of strained
τεταμένος
Other Greek words related to τεταμένος
- πληγμένος
- τεχνητός
- υποθετικός
- προσχηματικός
- υπερβολικός
- ψεύτικος
- εξαναγκαστικός
- μηχανικό
- κοροϊδεύω
- ψευδο-
- εξομοιωμένο
- αφύσικος
- ΨΕΥΔΕΣ
- ψεύτικος
- υπολογισμένος
- χαριτωμένος
- εσκεμμένος
- άδειος
- Τεχνητός
- προσποιημένος
- επίσημος
- κούφιος
- κοπιαστικός
- κατασκευασμένος
- χάδι
- ψεύτικος
- ψεύτικη
- πλαστικό
- προσποιημένος
- βάζω
- απάτη
- πλαστό
- άκαμπτος
- θεατρικός
- θεατρικός
- απίθανος
- επινοητικός
- αυτόματος
- κονσέρβα
- συνειδητός
- συμβατικός
- Καλλιεργούμενος
- Διπλωματία
- επινοημένος
- εύκολος
- ζωηρός
- υστερικός
- τετριμένος
- απρόσωπος
- άκαμπτος
- Ανανδρος
- αλευρώδης
- μελόδραμα
- Μελοδραματικός
- κιμάς
- υπερβολικός
- υπερβολικά εξευγενισμένος
- προμελετημένο
- άκαμπτος
- υποκριτικός
- μελετήθηκε
- στυλιζαρισμένο
- Δίπρόσωπος
- μη αυθεντικός
- λιπαρός
- μη ρεαλιστικό
- ξύλινος
- επινοημένη
- Υπερβολικός
- ατέχναστος
- αυθεντικός
- καλή τη πίστει
- γνήσιος
- φυσικός
- πραγματικός
- ρεαλιστικός
- δεξιά
- ειλικρινής
- αυθόρμητος
- ανεπηρέαστος
- ΑΛΗΘΙΝΟΣ
- εύκολος
- ανεπιτήδευτος
- ειλικρινής
- αφελής
- λείο
- Αναίσθητος
- αυθόρμητος
- ειλικρινής
- αυθόρμητο
- αυτοσχεδιαστικός
- αυτοσχέδιος
- παρορμητικός
- ενστικτώδης
- μετριόφρων
- αναπάντεχος
- αμελέτητος
Nearest Words of strained
- strain gauge => tensiometer
- strain gage => Τενσιόμετρο
- strain => καταπόνηση
- straightway => αμέσως
- straight-out => κατευθείαν
- straightness => ευθύτητα
- straight-line method of depreciation => Μέθοδος γραμμικής απόσβεσης.
- straight-line method => μέθοδος ευθείας γραμμής
- straight-legged => ευθύγραμμος
- straight-laced => συντηρητικός
- strainer => σουρωτήρι
- strainer vine => Σουρωτής
- straining => Τέντωμα
- strait => πορθμός
- strait and narrow => Στενός και στενός
- strait of calais => Στενό της Καλέ
- strait of dover => Στενό της Μάγχης
- strait of georgia => Πορθμός της Τζόρτζια
- strait of gibraltar => Στενό του Γιβραλτάρ
- strait of hormuz => Στενό του Ορμούζ
Definitions and Meaning of strained in English
strained (s)
lacking natural ease
showing signs of mental and emotional tension
lacking spontaneity; not natural
struggling for effect
FAQs About the word strained
τεταμένος
lacking natural ease, showing signs of mental and emotional tension, lacking spontaneity; not natural, struggling for effect
πληγμένος,τεχνητός,υποθετικός,προσχηματικός,υπερβολικός,ψεύτικος,εξαναγκαστικός,μηχανικό,κοροϊδεύω,ψευδο-
ατέχναστος,αυθεντικός,καλή τη πίστει,γνήσιος,φυσικός,πραγματικός,ρεαλιστικός,δεξιά,ειλικρινής,αυθόρμητος
strain gauge => tensiometer, strain gage => Τενσιόμετρο, strain => καταπόνηση, straightway => αμέσως, straight-out => κατευθείαν,