Greek Meaning of uncontrived

αυθόρμητος

Other Greek words related to αυθόρμητος

Definitions and Meaning of uncontrived in English

Wordnet

uncontrived (a)

not by design or artifice; unforced and impromptu

FAQs About the word uncontrived

αυθόρμητος

not by design or artifice; unforced and impromptu

ατέχναστος,αυθεντικός,γνήσιος,πραγματικός,ρεαλιστικός,αυθόρμητος,ανεπηρέαστος,ειλικρινής,αυθόρμητο,καλή τη πίστει

πληγμένος,τεχνητός,υποθετικός,αυτόματος,ψεύτικος,προσχηματικός,Τεχνητός,ψεύτικος,προσποιημένος,εξαναγκαστικός

uncontinent => Ακρατής, uncontested => αδιαφιλονίκητος, uncontestable => αδιαμφισβήτητος, uncontaminating => μη μολυσμένο, uncontaminated => αμόλυντος,