Greek Meaning of labored
κοπιαστικός
Other Greek words related to κοπιαστικός
- πληγμένος
- τεχνητός
- υποθετικός
- αυτόματος
- κονσέρβα
- προσχηματικός
- υπερβολικός
- επινοημένος
- προσποιημένος
- εξαναγκαστικός
- τετριμένος
- κούφιος
- κατασκευασμένος
- μηχανικό
- κοροϊδεύω
- χάδι
- ψεύτικη
- πλαστικό
- ψευδο-
- εξομοιωμένο
- τεταμένος
- αφύσικος
- απίθανος
- μη ρεαλιστικό
- επινοημένη
- ψεύτικος
- υπολογισμένος
- συνειδητός
- Καλλιεργούμενος
- εσκεμμένος
- άδειος
- εύκολος
- Τεχνητός
- ψεύτικος
- υστερικός
- απρόσωπος
- Ανανδρος
- αλευρώδης
- μελόδραμα
- Μελοδραματικός
- κιμάς
- ψεύτικος
- προσποιημένος
- βάζω
- απάτη
- πλαστό
- μελετήθηκε
- στυλιζαρισμένο
- θεατρικός
- θεατρικός
- μη αυθεντικός
- λιπαρός
- ξύλινος
- ΨΕΥΔΕΣ
- Υπερβολικός
- επινοητικός
- συμβατικός
- χαριτωμένος
- Διπλωματία
- επίσημος
- ζωηρός
- άκαμπτος
- Αριστερόχειρας
- υπερβολικός
- υπερβολικά εξευγενισμένος
- προμελετημένο
- άκαμπτος
- υποκριτικός
- άκαμπτος
- Δίπρόσωπος
- χαριτωμένος
- ατέχναστος
- αυθεντικός
- καλή τη πίστει
- γνήσιος
- ειλικρινής
- φυσικός
- πραγματικός
- ρεαλιστικός
- δεξιά
- ειλικρινής
- αυθόρμητος
- ανεπηρέαστος
- ΑΛΗΘΙΝΟΣ
- εύκολος
- ανεπιτήδευτος
- αφελής
- λείο
- Αναίσθητος
- αυθόρμητος
- ειλικρινής
- αυθόρμητο
- αυτοσχεδιαστικός
- αυτοσχέδιος
- παρορμητικός
- ενστικτώδης
- μετριόφρων
- αναπάντεχος
- αμελέτητος
Nearest Words of labored
- laboratory coat => Εργαστηριακή μπλούζα
- laboratory bench => Εργαστηριακός πάγκος
- laboratory => εργαστήριο
- laboratories => εργαστήρια
- laborant => Εργαστηριακός βοηθός
- labor union => Συνδικαλιστική ένωση
- labor secretary => Υπουργός Εργασίας
- labor resources => εργατικά δυναμικά
- labor pool => Ποσότητα εργατικού δυναμικού
- labor party => Εργατικό Κόμμα
Definitions and Meaning of labored in English
labored (s)
lacking natural ease
requiring or showing effort
labored (imp. & p. p.)
of Labor
labored (a.)
Bearing marks of labor and effort; elaborately wrought; not easy or natural; as, labored poetry; a labored style.
FAQs About the word labored
κοπιαστικός
lacking natural ease, requiring or showing effortof Labor, Bearing marks of labor and effort; elaborately wrought; not easy or natural; as, labored poetry; a la
πληγμένος,τεχνητός,υποθετικός,αυτόματος,κονσέρβα,προσχηματικός,υπερβολικός,επινοημένος,προσποιημένος,εξαναγκαστικός
ατέχναστος,αυθεντικός,καλή τη πίστει,γνήσιος,ειλικρινής,φυσικός,πραγματικός,ρεαλιστικός,δεξιά,ειλικρινής
laboratory coat => Εργαστηριακή μπλούζα, laboratory bench => Εργαστηριακός πάγκος, laboratory => εργαστήριο, laboratories => εργαστήρια, laborant => Εργαστηριακός βοηθός,