Greek Meaning of impersonal
απρόσωπος
Other Greek words related to απρόσωπος
- κλινικός
- αποσπασμένος
- αποστασιοποιημένος
- μακρινό
- επαγγελματίας
- σιωπηλός
- αποσυρμένος
- απόμακρος
- αντικοινωνικός
- αδιάφορος
- Ακοινωνικός
- αυτόματος
- κρύος
- ξηρός
- παγωμένος
- τετριμένος
- αδιάφορος
- εγκάρδιος
- Εσωστρεφής
- Μισάνθρωπος
- απόμακρος
- υπολειπόμενος
- ερημίτης
- απομακρυσμένος
- κρατημένος
- Άψυχος
- απόμακρος-η-ο
- ντροπαλός
- μη αυθεντικός
- άκαμπτος
- ανέμπνευστος
- απίθανος
- μη ρεαλιστικό
- αναίσθητος
- ακοινώνητος
- αντικοινωνικός
- αντισηπτικό
- αρκτικός
- αναίμακτος
- εύθραυστος
- κουμπωμένο
- κονσέρβα
- χιλι
- κρύος
- Υγρός
- ψυχρός
- Ψυχρός στα μάτια
- άκαρδος
- κουλ
- διστακτικός
- αδιάφορος
- επινοημένος
- κρύο
- κατεψυγμένο
- Παγωμένο
- παγετώδης
- σκληρός
- άκαρδος
- παγωμένος
- Αδιάφορος
- κοπιαστικός
- κατασκευασμένος
- ασυγκοινώνητος
- χάδι
- άσπλαχνος
- συγκρατημένος
- ντροπαλός
- αδιέξοδο
- σιωπηλός
- αδιάφορος
- άκοινωνήτος
- Ανεπηρέαστος
- ανέκφραστος
- αδιάφορος
- αναίσθητος
- ανεπιθύμητος
- αδιάφορος
- ανανταγωνιστικό
- χειμωνιάτικος
- χιονώδης
- επινοημένη
- Ασύλλογος
- συμπονετικός
- φιλικός
- επιδεικτικός
- συναισθηματικός
- εκφραστικός
- φιλικός
- λαμπρός
- χαρούμενος
- ευγενικός
- καλόκαρδος
- συμπαθής
- ζεστός
- Φιλικός
- ευχάριστος
- φιλικός
- δώρο
- κλειστό
- κοινωτικός
- φιλικός
- φιλικός
- Φιλικός
- εκτατικός
- εξωστρεφής
- λαϊκός
- φλύαρος
- φιλεύσπλαχνος
- κοινωνικός
- γενναιόδωρος
- φιλόξενος
- φιλικός
- εξωστρεφής
- κουβεντολόγος
- Θερμόαιμο
- Θερμόκαρδος
- κλαμπάμπλ
- συλλογικός
- εξωστρεφής
- παρακαλώ
- κοινωνικός
Nearest Words of impersonal
- impersonality => απροσωπικότητα
- impersonally => απρόσωπα
- impersonate => προσποιούμαι
- impersonated => προσωποποίησε
- impersonating => Προσποιούμαι ότι είμαι κάποιος
- impersonation => προσποίηση
- impersonator => Προσποιητής
- impersonification => προσωποποίηση
- imperspicuity => Αδιαφάνεια
- imperspicuous => δυσδιάκριτο
Definitions and Meaning of impersonal in English
impersonal (a)
not relating to or responsive to individual persons
impersonal (s)
having no personal preference
impersonal (a.)
Not personal; not representing a person; not having personality.
impersonal (n.)
That which wants personality; specifically (Gram.), an impersonal verb.
FAQs About the word impersonal
απρόσωπος
not relating to or responsive to individual persons, having no personal preferenceNot personal; not representing a person; not having personality., That which w
κλινικός,αποσπασμένος,αποστασιοποιημένος,μακρινό,επαγγελματίας,σιωπηλός,αποσυρμένος,απόμακρος,αντικοινωνικός,αδιάφορος
συμπονετικός,φιλικός,επιδεικτικός,συναισθηματικός,εκφραστικός,φιλικός,λαμπρός,χαρούμενος,ευγενικός,καλόκαρδος
imperseverant => ασταθής, imperscrutable => Αδιαπέραστος, impermissibly => απαράδεκτα, impermissible => απαράδεκτος, impermissibility => απαράδεκτος,