Greek Meaning of impermeability

αδιαπερατότητα

Other Greek words related to αδιαπερατότητα

Definitions and Meaning of impermeability in English

Wordnet

impermeability (n)

the property of something that cannot be pervaded by a liquid

Webster

impermeability (n.)

The quality of being impermeable.

FAQs About the word impermeability

αδιαπερατότητα

the property of something that cannot be pervaded by a liquidThe quality of being impermeable.

κοντά,πυκνό,απροσπέλαστος,Αδιαπέραστο,αδιαπέραστο,γερός,παχύς,συμπαγής,συμπιεσμένος,απέραστο

Διαπραγματεύσιμο,Διαπερατό,μαλακός,ελαστικός,ευέλικτος,Giving = Δίνοντας,λειαντός,ικανοποιητικός,Διαπεραστός,εύκαμπτος, εύπλαστος

impermanent => Προσωρινός, impermanency => εφήμερο, impermanence => εφήμερη, imperiwigged => Περούκας, imperium => Αυτοκρατορία,