Greek Meaning of imperishability

αφθαρσία

Other Greek words related to αφθαρσία

Definitions and Meaning of imperishability in English

Wordnet

imperishability (n)

the property of being resistant to decay

Webster

imperishability (n.)

The quality of being imperishable: indstructibility.

FAQs About the word imperishability

αφθαρσία

the property of being resistant to decayThe quality of being imperishable: indstructibility.

ανθεκτικός,αθάνατος,αδιάφθορος,άφθαρτος,ασβεστος,Αθάνατος,ανθεκτικός,αιώνιος,ανεξίτηλος,Αδιάλυτος

θνητός,φθαρτός,καταστρεπτικός,σβήσιμο,εύθραυστος,παροδικός,παροδικός,εύθραυστος,λεπτός,εύθραυστος

imperiousness => αυταρχικότητα, imperiousnes => αυταρχικός, imperiously => αυστηρά, imperious => αυταρχικός, imperilment => κίνδυνος,