Greek Meaning of solid
στερεός
Other Greek words related to στερεός
- καλός
- σκληρός
- λογικός
- λογικός
- λογικός
- αιτιολογημένος
- ε разумный
- έγκυρος
- πραγματικός
- κοινός νους
- λογικός
- λογικός
- Αξιόπιστος
- στερεός
- ενημερωμένος
- μόνο
- δικαιολογημένη
- ψύχραιμος
- πιθανός
- πραγματικός
- νηφάλιος
- βάσιμος
- ΑΛΗΘΙΝΟΣ
- βέβαιος
- πιστοποιημένο
- πειστικός
- επιβεβαιωμένο
- πειστικός
- σίγουρα
- επικυρωμένος
- επαληθευμένο
- χρωματίσιμος
- επιβεβαιωμένος
- τεκμηριωμένος
Nearest Words of solid
- solid angle => Στερεή γωνία
- solid body substance => Στερεά ουσία
- solid figure => Στερεό
- solid food => Στερεά τροφή
- solid geometry => Στερεομετρία
- solid ground => στερεά γη
- solid solution => Στερεό διάλυμα
- solidago => Χρυσόβεργα
- solidago bicolor => Χρυσόβεργα δίχρωμη
- solidago canadensis => Χρυσόβεργα του Καναδά
Definitions and Meaning of solid in English
solid (n)
matter that is solid at room temperature and pressure
the state in which a substance has no tendency to flow under moderate stress; resists forces (such as compression) that tend to deform it; and retains a definite size and shape
a three-dimensional shape
solid (s)
characterized by good substantial quality
of one substance or character throughout
uninterrupted in space; having no gaps or breaks
providing abundant nourishment
of good quality and condition; solidly built
not soft or yielding to pressure
having three dimensions
impenetrable for the eye
financially sound
of a substantial character and not frivolous or superficial
meriting respect or esteem
of the same color throughout
acting together as a single undiversified whole
solid (a)
of definite shape and volume; firm; neither liquid nor gaseous
entirely of one substance with no holes inside
FAQs About the word solid
στερεός
matter that is solid at room temperature and pressure, the state in which a substance has no tendency to flow under moderate stress; resists forces (such as com
καλός,σκληρός,λογικός,λογικός,λογικός,αιτιολογημένος,ε разумный,έγκυρος,πραγματικός,κοινός νους
αβάσιμος,παράλογος,άκυρος,παράλογος,μη ορθολογικός,ανοησία,Αβάσιμος,απληροφόρητος,Αδικαιολόγητο,παράλογος
solicitude => φροντίδα, solicitousness => φροντίδα, solicitously => με προσοχή, solicitous => επίμονος, solicitorship => αίτημα,