Greek Meaning of commonsense

κοινός νους

Other Greek words related to κοινός νους

Definitions and Meaning of commonsense in English

Wordnet

commonsense (s)

exhibiting native good judgment

FAQs About the word commonsense

κοινός νους

exhibiting native good judgment

καλός,λογικός,λογικός,λογικός,αιτιολογημένος,ε разумный,έγκυρος,λογικός,λογικός,στερεός

αβάσιμος,παράλογος,άκυρος,παράλογος,μη ορθολογικός,ανοησία,Αβάσιμος,απληροφόρητος,Αδικαιολόγητο,παράλογος

commons => κοινοί πόροι, commonplaceness => κοινοτοπία, commonplace book => Σημειωματάριο, commonplace => συνηθισμένος, commonness => Συνήθεια,