Greek Meaning of levelheaded
ψύχραιμος
Other Greek words related to ψύχραιμος
- καλός
- λογικός
- λογικός
- λογικός
- αιτιολογημένος
- ε разумный
- έγκυρος
- κοινός νους
- λογικός
- Αξιόπιστος
- στερεός
- σκληρός
- ενημερωμένος
- δικαιολογημένη
- πιθανός
- νηφάλιος
- στερεός
- βάσιμος
- ΑΛΗΘΙΝΟΣ
- πραγματικός
- βέβαιος
- πιστοποιημένο
- πειστικός
- λογικός
- επιβεβαιωμένο
- πειστικός
- μόνο
- πραγματικός
- σίγουρα
- επικυρωμένος
- επαληθευμένο
- τεκμηριωμένος
Nearest Words of levelheaded
Definitions and Meaning of levelheaded in English
levelheaded (s)
exercising or showing good judgment
FAQs About the word levelheaded
ψύχραιμος
exercising or showing good judgment
καλός,λογικός,λογικός,λογικός,αιτιολογημένος,ε разумный,έγκυρος,κοινός νους,λογικός,Αξιόπιστος
αβάσιμος,παράλογος,άκυρος,παράλογος,μη ορθολογικός,ανοησία,Αβάσιμος,απληροφόρητος,Αδικαιολόγητο,παράλογος
leveler => Ισοπεδωτής, leveled => Επίπεδο, level off => Εξισορροπήστε, level crossing => Επίπεδη διάβαση, level best => Καλύτερος δυνατός,