FAQs About the word leveller

επίπεδο

a radical who advocates the abolition of social distinctions

δημοκράτης,λαϊκιστής,σοσιαλιστής,ισότιμος

σνομπ,Μύτη

levelled => επιπέδωσε, levelism => αποπεδίωση, leveling => εξομάλυνση, level-headed => λογικός, levelheaded => ψύχραιμος,