Greek Meaning of levelling
ισοπέδωση
Other Greek words related to ισοπέδωση
Nearest Words of levelling
Definitions and Meaning of levelling in English
levelling ()
of Level
FAQs About the word levelling
ισοπέδωση
of Level
ρύθμιση,εξισορρόπηση,εξισώνοντας,φιλόξενος,αντιστάθμιση,εξισώνοντας,βραδιά,κανονικοποίηση,τυποποίηση,αντισταθμίζω
αποσταθεροποιών
leveller => επίπεδο, levelled => επιπέδωσε, levelism => αποπεδίωση, leveling => εξομάλυνση, level-headed => λογικός,