FAQs About the word levelling

ισοπέδωση

of Level

ρύθμιση,εξισορρόπηση,εξισώνοντας,φιλόξενος,αντιστάθμιση,εξισώνοντας,βραδιά,κανονικοποίηση,τυποποίηση,αντισταθμίζω

αποσταθεροποιών

leveller => επίπεδο, levelled => επιπέδωσε, levelism => αποπεδίωση, leveling => εξομάλυνση, level-headed => λογικός,