Greek Meaning of equating
εξισώνοντας
Other Greek words related to εξισώνοντας
Nearest Words of equating
Definitions and Meaning of equating in English
equating (n)
the act of regarding as equal
equating (p. pr. & vb. n.)
of Equate
FAQs About the word equating
εξισώνοντας
the act of regarding as equalof Equate
σύγκριση,συνδεόμενο,Αναγνώριση ,παραβολή,σύνδεση,σχετικός,Σύνδεση,κατηγοριοποίηση,ταξινόμηση,συσχετίζοντας
διαφοροποίηση,διαχωριστικός,διακριτικός,διαχωρίζοντας,διακριτικός
equated => εξισωμένο, equate => εξισώνω, equatability => ισότητα, equant => ισοσταθμιστής, equanimous => ήρεμος,