Greek Meaning of classifying
ταξινόμηση
Other Greek words related to ταξινόμηση
- διακριτικός
- διανομή
- κατάταξη
- ομαδοποίηση
- Αναγνώριση
- οργάνωση
- τοποθέτηση
- κατάταξη
- υποβιβάζοντας
- διαχωρίζοντας
- διαλογή
- πληκτρολόγηση
- κατηγοριοποίηση
- ταξινόμηση
- καταλογογράφηση
- ταξινόμηση
- κωδικοποίηση
- χώνεψη
- Διάθεση
- Υποβολή
- καταχώρηση
- περιοχή
- αναγνωρίζοντας
- αναφερόμενο
- αλφαβητισμός
- καταλογογράφηση
- Διαμερισματοποίηση
- διαχωρισμός
- συστηματοποιώντας
- διάταξη
- συσσωμάτωση
- συσσωμάτωση
- ευρετηρίαση
- συγκρότηση
- προετοιμασία
- περιθωριοποίηση
- προβολή
- ρύθμιση
- ράφια
- κοσκίνισμα
- λίχνισμα
- αναλύοντας
- Εκκαθάριση
- σχέδιο
- επανακατάταξη
- ανασύνταξη
- κόσκινημα
Nearest Words of classifying
- classify => Ταξινομήσω
- classifier => ταξινομητής
- classified stock => Ταξινομημένες μετοχές
- classified advertisement => Μικρή αγγελία
- classified ad => Ταξινομημένη διαφήμιση
- classified => ταξινομημένος
- classificatory => ταξινομικός
- classification system => σύστημα ταξινόμησης
- classification => ταξινόμηση
- classific => ταξινομώ
Definitions and Meaning of classifying in English
classifying (p. pr. & vb. n.)
of Classify
FAQs About the word classifying
ταξινόμηση
of Classify
διακριτικός,διανομή,κατάταξη,ομαδοποίηση,Αναγνώριση ,οργάνωση,τοποθέτηση,κατάταξη,υποβιβάζοντας,διαχωρίζοντας
συγκεχυμένος,αποδιοργανωτική,ανακάτεμα,συσσώρευση,συνωστισμός,(ανάμειξη),εσφαλμένη ταξινόμηση,τυπογραφικό λάθος,Λανθασμένη ταξινόμηση,εσφαλμένη ταξινόμηση
classify => Ταξινομήσω, classifier => ταξινομητής, classified stock => Ταξινομημένες μετοχές, classified advertisement => Μικρή αγγελία, classified ad => Ταξινομημένη διαφήμιση,