Greek Meaning of classificatory
ταξινομικός
Other Greek words related to ταξινομικός
- ευγενικός
- τύπος
- αγκύλη
- τάξη
- τμήμα
- οικογένεια
- Γενιά
- γένος
- βαθμός
- ομάδα
- πρωτάθλημα
- βαθμός(μοί)
- ρουμπρίκα
- ενότητα
- σετ
- διαλέγω
- είδη
- επίπεδο
- ποικιλία
- Κλάδος
- φυλή
- περιγραφή
- Φτερό
- επικεφαλίδα
- πρώτο
- Νεφρά
- ετικέτα
- σαν
- τρόπος
- φύση
- παραγγελία
- αγώνας
- ειδικότητα
- Ειδικότητα
- υποκλάση
- υποδιαίρεση
- υποομάδα
- Υποείδος
- Τίτλος
Nearest Words of classificatory
- classified => ταξινομημένος
- classified ad => Ταξινομημένη διαφήμιση
- classified advertisement => Μικρή αγγελία
- classified stock => Ταξινομημένες μετοχές
- classifier => ταξινομητής
- classify => Ταξινομήσω
- classifying => ταξινόμηση
- classifying adjective => Ταξινομητικό επίθετο
- classing => ταξινόμηση
- classis => Κλασσικός
Definitions and Meaning of classificatory in English
classificatory (a)
relating to or involving classification
classificatory (a.)
Pertaining to classification; admitting of classification.
FAQs About the word classificatory
ταξινομικός
relating to or involving classificationPertaining to classification; admitting of classification.
ευγενικός,τύπος,αγκύλη,τάξη,τμήμα,οικογένεια,Γενιά,γένος,βαθμός,ομάδα
No antonyms found.
classification system => σύστημα ταξινόμησης, classification => ταξινόμηση, classific => ταξινομώ, classifiable => ταξινομήσιμος, classics => κλασικά,