Greek Meaning of species
είδη
Other Greek words related to είδη
Nearest Words of species
- specifiable => προσδιορίσιμος
- specific => συγκεκριμένος
- specific gravity => Ειδικό βάρος
- specific heat => Ειδική θερμοχωρητικότητα
- specific performance => ειδική εκτέλεση
- specifically => συγκεκριμένα
- specification => προδιαγραφή
- specificity => ειδικότητα
- specifier => προσδιοριστής
- specify => καθορίστε
Definitions and Meaning of species in English
species (n)
(biology) taxonomic group whose members can interbreed
a specific kind of something
FAQs About the word species
είδη
(biology) taxonomic group whose members can interbreed, a specific kind of something
γένος,ευγενικός,τύπος,αγκύλη,φυλή,τάξη,ταξινόμηση,οικογένεια,Γενιά,βαθμός
No antonyms found.
specie => είδος, speciation => Ειδογένεση, speciate => ειδικός, specialty store => Εξειδικευμένο, specialty => Ειδικότητα,