Greek Meaning of group
ομάδα
Other Greek words related to ομάδα
- Πίνακας
- συναρμολόγηση
- παρτίδα
- δέσμη
- δέσμη
- συλλογή
- Αστερισμός
- ομαδοποίηση
- πολύ
- σετ
- ποικιλία
- Συγκρότημα
- τράπεζα
- Μπαταρία
- μπλοκ
- συστάδα
- συμπλέκτης
- ομάδα
- Μείγμα
- κλήση
- πακέτο
- δέμα
- σειρά
- σουίτα
- ποικιλία
- συσσώρευση
- συσσώρευση
- σύνολο
- συσσωμάτωση
- Θρόμβος
- συσσωμάτωμα
- κύκλος
- μίγμα
- ανακάτεμα
- κόμπος
- ανάμεικτα
- ψιλοπράγματα
- Πλήθος
- τρέχω
- κοστούμι
- διάφορα
- Όλα τα καλά
Nearest Words of group
- groundwork => Προκαταρκτική εργασία
- groundwater level => στάθμη υδροφόρου ορίζοντα
- groundspeed => Ταχύτητα εδάφους
- groundsman => γηπεδούχος
- groundskeeper => επιστάτης
- groundsill => Κατώφλι
- groundsheet => Τέντα εδάφους
- ground-shaker => σεισμός
- ground-service crew => προσωπικό εδάφους
- groundsel tree => Σένεξ
- group a => ομίλου α
- group ab => Ομάδα αίματος AB
- group action => ομαδική δράση
- group amentiferae => Ομάδα amentiferae
- group b => ομάδα β
- group captain => Συνταγματάρχης
- group centrospermae => φυτά κεντρομήνια (ομάδα των)
- group discussion => Ομαδική συζήτηση
- group dynamics => Δυναμική της ομάδας
- group insurance => ομαδική ασφάλιση
Definitions and Meaning of group in English
group (n)
any number of entities (members) considered as a unit
(chemistry) two or more atoms bound together as a single unit and forming part of a molecule
a set that is closed, associative, has an identity element and every element has an inverse
group (v)
arrange into a group or groups
form a group or group together
group (n.)
A cluster, crowd, or throng; an assemblage, either of persons or things, collected without any regular form or arrangement; as, a group of men or of trees; a group of isles.
An assemblage of objects in a certain order or relation, or having some resemblance or common characteristic; as, groups of strata.
A variously limited assemblage of animals or plants, having some resemblance, or common characteristics in form or structure. The term has different uses, and may be made to include certain species of a genus, or a whole genus, or certain genera, or even several orders.
A number of eighth, sixteenth, etc., notes joined at the stems; -- sometimes rather indefinitely applied to any ornament made up of a few short notes.
To form a group of; to arrange or combine in a group or in groups, often with reference to mutual relation and the best effect; to form an assemblage of.
FAQs About the word group
ομάδα
any number of entities (members) considered as a unit, (chemistry) two or more atoms bound together as a single unit and forming part of a molecule, a set that
Πίνακας,συναρμολόγηση,παρτίδα,δέσμη,δέσμη,συλλογή,Αστερισμός,ομαδοποίηση,πολύ,σετ
Οντότητα,αντικείμενο,μονάδα,ανύπαντρος
groundwork => Προκαταρκτική εργασία, groundwater level => στάθμη υδροφόρου ορίζοντα, groundspeed => Ταχύτητα εδάφους, groundsman => γηπεδούχος, groundskeeper => επιστάτης,