Greek Meaning of unit
μονάδα
Other Greek words related to μονάδα
- Πίνακας
- συναρμολόγηση
- Συγκρότημα
- τράπεζα
- παρτίδα
- Μπαταρία
- μπλοκ
- δέσμη
- συμπλέκτης
- συλλογή
- ομάδα
- ομαδοποίηση
- πολύ
- πακέτο
- δέμα
- σετ
- σουίτα
- συσσώρευση
- σύνολο
- συσσωμάτωση
- δέσμη
- Θρόμβος
- συστάδα
- Αστερισμός
- ομάδα
- κόμπος
- Μείγμα
- κλήση
- ποικιλία
- συσσώρευση
- ποικιλία
- συσσωμάτωμα
- μίγμα
- ανακάτεμα
- ψιλοπράγματα
- Πλήθος
- διάφορα
Nearest Words of unit
- unit cell => μονάδα κυψέλης
- unit character => Μονάδα χαρακτήρα
- unit cost => Κόστος μονάδας
- unit investment trust => Ταμείο Αμοιβαίας Επένδυσης Μεταβλητού Κεφαλαίου
- unit matrix => Μονάδα πίνακας
- unit of ammunition => Μονάδα πυρομαχικών
- unit of measurement => Μονάδα μέτρησης
- unit of time => Μονάδα χρόνου
- unit of viscosity => Μονάδα ιξώδους
- unit trust => αμοιβαίο κεφάλαιο
Definitions and Meaning of unit in English
unit (n)
any division of quantity accepted as a standard of measurement or exchange
an individual or group or structure or other entity regarded as a structural or functional constituent of a whole
an organization regarded as part of a larger social group
a single undivided whole
a single undivided natural thing occurring in the composition of something else
an assemblage of parts that is regarded as a single entity
unit (n.)
A single thing or person.
The least whole number; one.
A gold coin of the reign of James I., of the value of twenty shillings.
Any determinate amount or quantity (as of length, time, heat, value) adopted as a standard of measurement for other amounts or quantities of the same kind.
A single thing, as a magnitude or number, regarded as an undivided whole.
FAQs About the word unit
μονάδα
any division of quantity accepted as a standard of measurement or exchange, an individual or group or structure or other entity regarded as a structural or func
Οντότητα,αντικείμενο,ανύπαντρος
Πίνακας,συναρμολόγηση,Συγκρότημα,τράπεζα,παρτίδα,Μπαταρία,μπλοκ,δέσμη,συμπλέκτης,συλλογή
unisonous => ομόφωνος, unisonant => ομόφωνος, unisonance => ομόφωνος, unisonal => ομόφωνος, unison => ομόφωνα,