Greek Meaning of batch
παρτίδα
Other Greek words related to παρτίδα
- Πίνακας
- συναρμολόγηση
- Μπαταρία
- δέσμη
- δέσμη
- συλλογή
- Αστερισμός
- ομάδα
- ομαδοποίηση
- πολύ
- πακέτο
- σειρά
- σετ
- συσσώρευση
- σύνολο
- συσσωμάτωση
- ποικιλία
- Συγκρότημα
- τράπεζα
- μπλοκ
- Θρόμβος
- συστάδα
- συμπλέκτης
- ομάδα
- Μείγμα
- δέμα
- Πλήθος
- σουίτα
- ποικιλία
- συσσώρευση
- συσσωμάτωμα
- κύκλος
- μίγμα
- ανακάτεμα
- κόμπος
- ανάμεικτα
- κλήση
- ψιλοπράγματα
- τρέχω
- κοστούμι
- διάφορα
- Όλα τα καλά
Nearest Words of batch
Definitions and Meaning of batch in English
batch (n)
all the loaves of bread baked at the same time
(often followed by `of') a large number or amount or extent
a collection of things or persons to be handled together
batch (v)
batch together; assemble or process as a batch
batch (v. t.)
The quantity of bread baked at one time.
A quantity of anything produced at one operation; a group or collection of persons or things of the same kind; as, a batch of letters; the next batch of business.
FAQs About the word batch
παρτίδα
all the loaves of bread baked at the same time, (often followed by `of') a large number or amount or extent, a collection of things or persons to be handled tog
Πίνακας,συναρμολόγηση,Μπαταρία,δέσμη,δέσμη,συλλογή,Αστερισμός,ομάδα,ομαδοποίηση,πολύ
Οντότητα,αντικείμενο,μονάδα,ανύπαντρος
batavian => μπαταβικός, batatas => πατάτες, batata => πατάτα, batardeau => φραγμοί, batailled => πολέμησαν,