Greek Meaning of grouping
ομαδοποίηση
Other Greek words related to ομαδοποίηση
- Πίνακας
- συναρμολόγηση
- παρτίδα
- δέσμη
- δέσμη
- συλλογή
- Αστερισμός
- ομάδα
- σετ
- συσσώρευση
- συσσωμάτωση
- ποικιλία
- Συγκρότημα
- τράπεζα
- Μπαταρία
- μπλοκ
- συστάδα
- συμπλέκτης
- ομάδα
- πολύ
- Μείγμα
- πακέτο
- δέμα
- σειρά
- σουίτα
- ποικιλία
- συσσώρευση
- σύνολο
- Θρόμβος
- συσσωμάτωμα
- κύκλος
- μίγμα
- ανακάτεμα
- κόμπος
- ανάμεικτα
- κλήση
- ψιλοπράγματα
- Πλήθος
- κοστούμι
- διάφορα
- Όλα τα καλά
Nearest Words of grouping
- groupie => θαυμαστής
- grouper => Στήρα
- grouped => ομαδοποιημένα
- group therapy => Ομαδική θεραπεία
- group theory => θεωρία ομάδων
- group pteridospermaphyta => Πτεριδοσπερμόφυτα
- group pteridospermae => Ομάδα των πτεριδοσπερμινών
- group psychotherapy => Ομαδική ψυχοθεραπεία
- group practice => Ομαδική εξάσκηση
- group participation => Ομαδική συμμετοχή
Definitions and Meaning of grouping in English
grouping (n)
any number of entities (members) considered as a unit
the activity of putting things together in groups
a system for classifying things into groups
grouping (p. pr. & vb. n.)
of Group
grouping (n.)
The disposal or relative arrangement of figures or objects, as in, drawing, painting, and sculpture, or in ornamental design.
FAQs About the word grouping
ομαδοποίηση
any number of entities (members) considered as a unit, the activity of putting things together in groups, a system for classifying things into groupsof Group, T
Πίνακας,συναρμολόγηση,παρτίδα,δέσμη,δέσμη,συλλογή,Αστερισμός,ομάδα,σετ,συσσώρευση
Οντότητα,αντικείμενο,μονάδα,ανύπαντρος
groupie => θαυμαστής, grouper => Στήρα, grouped => ομαδοποιημένα, group therapy => Ομαδική θεραπεία, group theory => θεωρία ομάδων,