Greek Meaning of unison
ομόφωνα
Other Greek words related to ομόφωνα
- συμφωνία
- ομοφωνία
- συμφωνία
- Ανταγωνισμός
- Συντρέχουσα εκτέλεση
- Αρμονία
- Συνάντηση μυαλών
- Ομοφωνία
- αποδοχή
- προσχώρηση
- αποδοχή
- προσκόλληση
- συμμαχία
- Εγκριση
- Έγκριση
- συγκατάθεση
- συναίνεση
- συνεργασία
- συνέργεια
- συμμόρφωση
- συνενοχή
- συναυλία
- παραχώρηση
- ομόνοια
- συμφωνία
- συμμόρφωση
- συγκατάθεση
- Σύμφωνο
- συνωμοσία
- αγκαλιάζω
- εναγκαλισμός
- ενσυναίσθηση
- χάρη
- ενότητα
- Σχέση
- Αλληλεγγύη
- συμπάθεια
- κατανόηση
- συνδικαλιστική οργάνωση
Nearest Words of unison
Definitions and Meaning of unison in English
unison (n)
corresponding exactly
occurring together or simultaneously
(music) two or more sounds or tones at the same pitch or in octaves
unison (n.)
Harmony; agreement; concord; union.
Identity in pitch; coincidence of sounds proceeding from an equality in the number of vibrations made in a given time by two or more sonorous bodies. Parts played or sung in octaves are also said to be in unison, or in octaves.
A single, unvaried.
Sounding alone.
Sounded alike in pitch; unisonant; unisonous; as, unison passages, in which two or more parts unite in coincident sound.
FAQs About the word unison
ομόφωνα
corresponding exactly, occurring together or simultaneously, (music) two or more sounds or tones at the same pitch or in octavesHarmony; agreement; concord; uni
συμφωνία,ομοφωνία,συμφωνία,Ανταγωνισμός,Συντρέχουσα εκτέλεση,Αρμονία,Συνάντηση μυαλών,Ομοφωνία,αποδοχή,προσχώρηση
σύγκρουση,διαφωνία,διχόνοια,Αντιπολίτευση,αντίσταση,αποδοκιμασία,διαφωνία,διαφωνία,Διαφωνία,διαφωνία
unisilicate => Μονοπυριτικό, unisexual => αμφιφυλόφιλος, unisex => unisex, uniseriate => μονοσήμαντο, uniserial => μονοσειριακό,