Greek Meaning of concession
παραχώρηση
Other Greek words related to παραχώρηση
Nearest Words of concession
- concerto grosso => Κοντσέρτο γκρόσο
- concerto => Κοντσέρτο
- concertize => Διοργανώνω συναυλία
- concertise => τσιμεντώνω
- concertinist => Κοντσερτίνας
- concertina => κοντσέρτο
- concert-goer => Συναυλία-goer
- concerted music => Συναυλιακή μουσική
- concerted => συντονισμένος
- concert pitch => διαπασών συναυλίας
Definitions and Meaning of concession in English
concession (n)
a contract granting the right to operate a subsidiary business
the act of conceding or yielding
a point conceded or yielded
FAQs About the word concession
παραχώρηση
a contract granting the right to operate a subsidiary business, the act of conceding or yielding, a point conceded or yielded
συμβιβασμός,διαπραγμάτευση,Διαμονή,συμφωνία,καλή αγορά,ομοφωνία,διευθέτηση,Ανταγωνισμός,συμφωνία,Δούναι και λαβείν
άρνηση,άρνηση,απόρριψη,αποκήρυξη,απαγόρευση,αποποίηση ευθύνης,μη εισδοχή,αποκήρυξη,αποκήρυξη
concerto grosso => Κοντσέρτο γκρόσο, concerto => Κοντσέρτο, concertize => Διοργανώνω συναυλία, concertise => τσιμεντώνω, concertinist => Κοντσερτίνας,