Greek Meaning of concessionary

εκπτωτικός

Other Greek words related to εκπτωτικός

Definitions and Meaning of concessionary in English

Webster

concessionary (a.)

Of or pertaining to a concession.

Webster

concessionary (n.)

A concessionaire.

FAQs About the word concessionary

εκπτωτικός

Of or pertaining to a concession., A concessionaire.

συμβιβασμός,διαπραγμάτευση,Διαμονή,συμφωνία,καλή αγορά,ομοφωνία,διευθέτηση,Ανταγωνισμός,συμφωνία,Δούναι και λαβείν

άρνηση,άρνηση,απόρριψη,αποκήρυξη,απαγόρευση,αποποίηση ευθύνης,μη εισδοχή,αποκήρυξη,αποκήρυξη

concessionaire => παραχωρησιούχος, concession => παραχώρηση, concerto grosso => Κοντσέρτο γκρόσο, concerto => Κοντσέρτο, concertize => Διοργανώνω συναυλία,