Greek Meaning of concerted

συντονισμένος

Other Greek words related to συντονισμένος

Definitions and Meaning of concerted in English

Wordnet

concerted (s)

involving the joint activity of two or more

FAQs About the word concerted

συντονισμένος

involving the joint activity of two or more

συνεργατικός,συλλογικός,συνδυασμένος,άρθρωση,αμοιβαίος,κοινοτικός,κοινό,συνεταιρισμός,πολλαπλές,συγκεντρωμένος

αποκλειστικός,άτομο,ένας άντρας,προσωπικός,ιδιωτικό,διάφορα,ανύπαντρος,Μόνος,μοναχικός,μονόπλευρη

concert pitch => διαπασών συναυλίας, concert piano => Συναυλιακό πιάνο, concert of the powers => συναυλία των δυνάμεων, concert of europe => συναυλία της Ευρώπης, concert hall => Αίθουσα συναυλιών,