Greek Meaning of esoteric
εσωτερικός
Other Greek words related to εσωτερικός
- βαθύς
- Ασαφής
- ακαδημαϊκός
- ακαδημαϊκός
- ασαφής
- Μυστικός
- σύνθετος
- περίπλοκος
- συγκεχυμένος
- μυστηριώδης
- βαθύς
- αινιγματικός
- αινιγματικός
- ερμητικός
- ερμητικός
- μυστηριώδης
- μυστικός
- Μυστηριώδης
- απόκρυφος
- επιστημονικός
- απορίας άξιο
- ενοχλητικός
- σκοτεινό
- αποπροσανατολιστικός
- Ευρυμαθής
- σκληρός
- Αδιαπέραστο
- ακατανόητος
- ανεξιχνίαστος
- μαθημένος
- μυστηριώδης
- ορφικός
- πεダンτικός
- μπερδεμένος
- συγκεχυμένο
- Απάντητη
- παράξενος
- αβυσσαλέος
- ακατανόητος
- άγνωστος
Nearest Words of esoteric
- esopic => Αισώπειος
- esopian => αισωπικός
- esophagus => Οισοφάγος
- esophagotomy => Οισοφαγοτομή
- esophagoscope => Οισοφαγοσκόπιο
- esophagogastric junction => Γαστροοισοφαγική συμβολή
- esophagitis => Οισοφαγίτιδα
- esophagean => οισοφαγικός
- esophageal veins => Οι φλέβες του οισοφάγου
- esophageal smear => Ενδοσκόπηση οισοφάγου
Definitions and Meaning of esoteric in English
esoteric (a)
confined to and understandable by only an enlightened inner circle
esoteric (a.)
Designed for, and understood by, the specially initiated alone; not communicated, or not intelligible, to the general body of followers; private; interior; acroamatic; -- said of the private and more recondite instructions and doctrines of philosophers. Opposed to exoteric.
Marked by secrecy or privacy; private; select; confidential; as, an esoteric purpose; an esoteric meeting.
esoteric (n.)
An esoteric doctrine or treatise; esoteric philosophy; esoterics.
One who believes, or is an initiate, in esoteric doctrines or rites.
FAQs About the word esoteric
εσωτερικός
confined to and understandable by only an enlightened inner circleDesigned for, and understood by, the specially initiated alone; not communicated, or not intel
βαθύς,Ασαφής,ακαδημαϊκός,ακαδημαϊκός,ασαφής,Μυστικός,σύνθετος,περίπλοκος,συγκεχυμένος,μυστηριώδης
εύκολος,ρηχό,απλός,απλός,επιφανειακός,φαινομενικός,σαφής,κατανοητός,διακριτός,εμφανής
esopic => Αισώπειος, esopian => αισωπικός, esophagus => Οισοφάγος, esophagotomy => Οισοφαγοτομή, esophagoscope => Οισοφαγοσκόπιο,