Greek Meaning of apparent
φαινομενικός
Other Greek words related to φαινομενικός
- εμφανής
- προφανής
- Φαινομενικός
- δυνατόν
- πιθανός
- φαινομενικά
- υποτίθεται
- υποτιθέμενος
- υποτιθέμενος
- υποθετικός
- αντιληπτός
- επιδεικτικός
- διακριτός
- πιθανός
- φανερός
- πιθανός
- εκ πρώτης όψεως
- υποτιθέμενος
- φημισμένος
- επιφανειακός
- ορατός
- διεκδίκησε
- σαφής
- Παραπλανητικός
- Ψευδής
- παραπλανητικός
- εξωτερικός
- προσποιημένος
- απατηλός
- φανταστικός
- φανταστικός
- φανερός
- Παραπλανητικό
- εξωτερικός
- ψεύτικος
- ψεύτικη
- απλός
- επαγγελματικός
- ψευδο-
- φαινομενικός
- υποθετικός
Nearest Words of apparent
Definitions and Meaning of apparent in English
apparent (s)
clearly revealed to the mind or the senses or judgment
appearing as such but not necessarily so
apparent (a.)
Capable of being seen, or easily seen; open to view; visible to the eye; within sight or view.
Clear or manifest to the understanding; plain; evident; obvious; known; palpable; indubitable.
Appearing to the eye or mind (distinguished from, but not necessarily opposed to, true or real); seeming; as the apparent motion or diameter of the sun.
apparent (n.)
An heir apparent.
FAQs About the word apparent
φαινομενικός
clearly revealed to the mind or the senses or judgment, appearing as such but not necessarily soCapable of being seen, or easily seen; open to view; visible to
εμφανής,προφανής,Φαινομενικός,δυνατόν,πιθανός,φαινομενικά,υποτίθεται,υποτιθέμενος,υποτιθέμενος,υποθετικός
πραγματικός,κρυμμένος,αδύνατο (adynato),απίθανος,αδιανόητο,πραγματικός,απίθανο,επιβεβαιωμένο,καθιερωμένος,γνήσιος
apparency => φαινομενική, apparence => εμφάνιση, apparelling => ένδυση, apparelled => ντυμένος, appareling => ένδυση,