Greek Meaning of apparentness

φαινομενικότητα

Other Greek words related to φαινομενικότητα

Definitions and Meaning of apparentness in English

Wordnet

apparentness (n)

the property of being apparent

Webster

apparentness (n.)

Plainness to the eye or the mind; visibleness; obviousness.

FAQs About the word apparentness

φαινομενικότητα

the property of being apparentPlainness to the eye or the mind; visibleness; obviousness.

φωτεινότητα,Ορισμός,λάμψη,φωτεινότητα,Παρατηρησιμότητα,ορατότητα,Λάμψη,διαύγεια,φωτεινότητα,ψήφισμα

Ομίχλη,Θολότητα,γαλακτωματικότητα,Θολούρα,θολότητα,αδιαφάνεια,θολούρα,νεφοσκεπής,αδιαφάνεια,Θολότης

apparently => φαινομενικά, apparent movement => Φαινομενική κίνηση, apparent motion => Φαινομενική κίνηση, apparent horizon => Φαινομενικός ορίζοντας, apparent => φαινομενικός,