Greek Meaning of actual
πραγματικός
Other Greek words related to πραγματικός
- πραγματικός
- πραγματικός
- ΑΛΗΘΙΝΟΣ
- σκυρόδεμα
- αποτελεσματικός
- υπάρχον
- τελικός
- γνήσιος
- κυριολεκτικός
- πολύ
- απόλυτος
- βεβαιωμένος
- αυθεντικός
- ελεγμένο ως γνήσιο
- αυθεντικός
- πιστευτός
- καλή τη πίστει
- βέβαιος
- πιστοποιημένο
- επιβεβαιωμένο
- πειστικός
- De facto
- επιδεικνυόμενος
- καθιερωμένος
- αναμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητο
- αναμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητος
- αναπόφευκτο
- αδιαμφισβήτητος
- Στόχος
- απτός
- θετικός
- αποδεδειγμένο
- πραγματική ζωή
- ρεαλιστικός
- ουσιαστικός
- σίγουρα
- απτός
- Αδιαμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητος
- αναμφισβήτητο
- έγκυρος
- επικυρωμένος
- Επαληθεύσιμος
- επαληθευμένο
- πραγματικός
- τεκμηριωμένος
- υποτιθέμενος
- υποθετικός
- εικαστικός
- υποθετικός
- ιδανικός
- ανύπαρκτος
- δυνατόν
- δυνητικός
- θεωρητικός
- θεωρητικός
- αφηρημένος
- χιμαιρικός
- χιμαιρικός
- Προβλεπόμενος
- προβλεπόμενος
- μυθικός
- ψεύτικος
- Φαντασιώδης
- Φανταστικός
- φανταστικός
- φανταστικός
- φανταστικός
- φανταστικός
- ανύπαρκτος
- εφεύρε
- θρυλικός
- υποκρίνομαι
- απεικονιζόμενο
- πλατωνικός
- φημισμένος
- Ρομαντικός
- υποτίθεται
- υποθετικός
- συμβολικό
- εικονική
- οραματίστηκε
- συλληφθεί
- επινοημένος
- προσποιούμαι
- απίθανος
- επινοημένος
Nearest Words of actual
- actual damages => Πραγματικές ζημίες
- actual eviction => Πραγματική έξωση
- actual possession => πραγματική κατοχή
- actual sin => Πραγματική αμαρτία
- actualisation => πραγμάτωση
- actualise => πραγματοποιηθεί
- actualist => ενεργειιστής
- actualities => Επίκαιρα
- actuality => πραγματικότητα
- actualization => πραγμάτωση (pragmátosi)
Definitions and Meaning of actual in English
actual (a)
presently existing in fact and not merely potential or possible
actual (s)
taking place in reality; not pretended or imitated
being or reflecting the essential or genuine character of something
existing in act or fact
being or existing at the present moment
actual (a.)
Involving or comprising action; active.
Existing in act or reality; really acted or acting; in fact; real; -- opposed to potential, possible, virtual, speculative, conceivable, theoretical, or nominal; as, the actual cost of goods; the actual case under discussion.
In action at the time being; now exiting; present; as the actual situation of the country.
actual (n.)
Something actually received; real, as distinct from estimated, receipts.
FAQs About the word actual
πραγματικός
presently existing in fact and not merely potential or possible, taking place in reality; not pretended or imitated, being or reflecting the essential or genuin
πραγματικός,πραγματικός,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,σκυρόδεμα,αποτελεσματικός,υπάρχον,τελικός,γνήσιος,κυριολεκτικός,πολύ
υποτιθέμενος,υποθετικός,εικαστικός,υποθετικός,ιδανικός,ανύπαρκτος,δυνατόν,δυνητικός,θεωρητικός,θεωρητικός
acts of the apostles => Πράξεις των Αποστόλων, acts => πράξεις, actress => ηθοποιός, actor's line => Ρεπλίκα του ηθοποιού, actor's assistant => βοηθός ηθοποιού,