Greek Meaning of invented

εφεύρε

Other Greek words related to εφεύρε

Definitions and Meaning of invented in English

Webster

invented (imp. & p. p.)

of Invent

FAQs About the word invented

εφεύρε

of Invent

φαντασιώθηκα,Φανταστικός,φανταστικός,φανταστικός,φανταστικός,μυθικός,μυθικός,χιμαιρικός,χιμαιρικός,Φαντασιώδης

πραγματικός,αυθεντικός,υπάρχον,υπαρκτό,πραγματικός,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,πειστικός,πραγματικός,γνήσιος,φυσικός

invent => εφεύρω, invendible => Απώλητο, invendibility => Απώλεια κέρδους, inveil => αποκαλύπτω, inveigling => δελεάζοντας,